- παραγκωνιστής
- παρ-αγκωνιστής, ὁ, der die Leute mit dem Ellenbogen neben sich fortstößt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παραγκωνιστής — ο, ΝΑ [παραγκωνίζω] αυτός που παραγκωνίζει, που παραμερίζει, που θέτει στο περιθώριο ό,τι ή όποιον αποτελεί εμπόδιο στην πραγματοποίηση τών σκοπών του ή στην προσωπική του ανάδειξη … Dictionary of Greek
παραγκωνιστήν — παραγκωνιστής one who elbows masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)